θερμοευαίσθητος

θερμοευαίσθητος
-η, -ο (βιοχ.) όρος ο οποίος αναφέρεται σε μια ουσία τής οποίας οι ιδιότητες καταστρέφονται ή χάνονται σε μια δεδομένη θερμοκρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thermohabile < thermo- (πρβλ. θερμ(ο)- + habile «επιδέξιος» (< λατ. habilis), όρος που αποδίδεται στην ελλ. ως ευαίσθητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρομβοπλαστινογόνο — το (βιοχ.) θερμοευαίσθητος παράγοντας τού πλάσματος τού αίματος αναγκαίος για τον σχηματισμό τής θρομβοπλαστίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thromboplastinogen < thrombo (πρβλ. θρόμβος) + plast ino (πρβλ. πλάστ ης < πλάσσω) + gen… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”